-
1 σκιᾱ-γραφικός
σκιᾱ-γραφικός, ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. τέχνη, = σκιαγραφία, Sp.
См. также в других словарях:
αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… … Dictionary of Greek
ακτινομανομετρία — η Ιατρ. η ακτινολογική τεχνική για τον έλεγχο τής διαβατότητας τών χοληφόρων οδών και τής πυλαίας φλέβας. Η σκιαγραφική ουσία εγχύνεται υπό πίεση και λαμβάνονται ακτινογραφίες «εν σειρά» … Dictionary of Greek
μυελογραφία — Ακτινολογική εξέταση. Γίνεται μια ένεση στο σπονδυλικό σωλήνα με μια σκιαγραφική ουσία, η οποία κάνει να φαίνονται ο νωτιαίος μυελός, τα νεύρα και οι ιστοί που υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιούνταν άλλοτε για τη διάγνωση… … Dictionary of Greek
σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… … Dictionary of Greek
υστερογραφία — η, Ν ιατρ. διαγνωστική μέθοδος που συνίσταται σε ακτινογραφία τής κοιλότητας τής μήτρας ύστερα από πλήρωση της με υδατοδιαλυτή σκιαγραφική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysterographie < υστέρα «μήτρα» + γραφία*] … Dictionary of Greek